- εἰργάσαντο
- наработали
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εἰργάσαντο — ἐργάζομαι work aor ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
φονιωδώς — Μ επίρρ. με αιματηρό τρόπο («ὅσα φονιωδῶς Ῥωμαίοις εἰργάσαντο», Λέων Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνιος, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φονιώδης] … Dictionary of Greek